- κρυστάλλωμα
- το, -ατοςσώμα που κρυσταλλώθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυστάλλωμα — το (Μ κρυστάλλωμα) σώμα που κρυσταλλώθηκε, κρύσταλλο μσν. δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά, Ι. Ν. Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες … Dictionary of Greek